Όταν το share γίνεται εμμονή...






Με ποιον τρόπο ο αψεγάδιαστος κόσμος των social media γίνεται πηγή απογοήτευσης και θλίψης; Οι ειδικοί βάζουν στο μικροσκόπιο το φαίνεσθαι του διαδικτύου και το είναι της πραγματικής ζωής.


Kείμενο: Μαρία Πατούχα


Πώς θα σας φαινόταν αν ένα πρωί ανοίγατε το λογαριασμό μιας celebrity του Ιnstagram και, αντί για σέξυ επαγγελματικές πόζες στο ηλιοβασίλεμα των νησιών Μπόρα Μπόρα, υπέροχα ατσαλάκωτα outfits σεταρισμένα με επώνυμες τσάντες και αψεγάδιαστες nordic τραπεζαρίες φωτισμένες στην εντέλεια, αντικρίζατε ένα κουρασμένο πρόσωπο με έντονους μαύρους κύκλους, το ακατάστατο, γεμάτο υδρατμούς μπάνιο της και ένα ζευγάρι ψωμάκια να ξεπροβάλλουν μισοκαμένα από την τοστιέρα; Θα την κάνατε unfollow γεμάτες οργή ή θα συνεχίζατε να την ακολουθείτε από αλληλεγγύη, αφού όλες αυτές οι φωτογραφίες θα σας θύμιζαν ενσταντανέ της δικής σας απόλυτα συνηθισμένης ζωής;

Αυτή η σκέψη πέρασε ένα βράδυ και από το μυαλό της Στίνα Σόντερς, μοντέλου με έδρα το Λονδίνο και χιλιάδες followers στο Instagram. Επί μία εβδομάδα, λοιπόν, άρχισε να ποστάρει φωτογραφίες- ντροπή των social media: στιγμές από την καθημερινότητά της χωρίς ίχνος φίλτρου, επεξεργασίας και glamour. Εικόνες της ίδιας να πίνει αγουροξυπνημένη, σκέτο, τον πρωινό καφέ της σε μια άχαρη κούπα, να ξανθαίνει τις τρίχες του προσώπου της στο μπάνιο, να προβάλλει το κατεστραμμένο από το τζόγκινγκ πεντικιούρ της. Στο τέλος της... αρετουσάριστης αυτής εβδομάδας οι απώλειες σε followers άγγιζαν τις 5.000. Την ίδια περίοδο, στα μέσα του περασμένου Νοεμβρίου, το μοντέλο του Instagram Εσένα Ο' Νιλ με τους 800.000 φανατικούς ακόλουθους, τάραξε για τα καλά τον κόσμο των social media όταν αποφάσισε να κάνει log off από όλους τους λογαριασμούς της υποστηρίζοντας ότι αυτό που ζούσε τόσον καιρό ήταν ένα καλογυαλισμένο ψέμα.

Τhe lives of others
Η συζήτηση για το πόσο, σε ποιο βαθμό και με τι κόστος έχουμε φτάσει στο σημείο να «σκηνοθετούμε» και να φιλτράρουμε κάθε κίνηση, αντίδραση και προσωπική μας στιγμή στα social media έχει ξανανοίξει για τα καλά. Όπως αντίστοιχες διαστάσεις έχει πάρει και ο βαθμός στον οποίο έχουμε εθιστεί στην τελειότητα του Instagram, ακόμα και του Facebook, και δεν περνάει καν από το μυαλό μας να ανεβάσουμε φωτογραφία με φθαρμένο φούτερ την ώρα που περιμένουμε στην ουρά της εφορίας για να πληρώσουμε τον ΕΝΦΙΑ.

Ίσως γιατί αυτή η σκηνή θα συγκρουστεί μετωπικά με την αψεγάδιαστη φωτογραφία της διαδικτυακής φίλης μας που ποζάρει με χαμόγελο ευτυχίας και attitude YOLO (you only live once - ζεις μόνο μια φορά) στο πιο in μπαρ του Βερολίνου. Οι γλωσσοπλάστες του διαδικτύου και οι αναλυτές της ποπ κουλτούρας έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν λόγο για το φαινόμενο FOLO (fear of living life offline), που μεταφράζεται στο φόβο που νιώθουμε να ζήσουμε τη ζωή (μας) εκτός σύνδεσης: αυτή που είναι απολύτως απλή και φυσιολογική, χωρίς γκλίτερ και προβολείς. Έτσι οι ερευνητές μιλούν πια για δύο εαυτούς, οι οποίοι αλληλεπιδρούν μέσα από την ενασχόλησή μας με τα social media: τον «πραγματικό» που αντιπροσωπεύει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά μας, τις αδυναμίες, τις επιθυμίες και την προσωπικότητά μας, και τον «ιδεατό», αυτό που πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να είμαστε σύμφωνα με τις κοινωνικές απαιτήσεις, ακόμα και τον ανταγωνισμό που νιώθουμε απέναντι στους άλλους.

Οι επιστήμονες, βέβαια, έχουν μιλήσει καιρό τώρα για τα Facebook blues, τα συμπτώματα κατάθλιψης δηλαδή που δημιουργούνται από τη συνεχή ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα. Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Χιούστον στις ΗΠΑ συγκεκριμένα έδειξε ότι, όσο περισσότερο χρόνο περνάει κάποιος online κάνοντας scroll down στις (φαινομενικά) τέλειες ζωές των άλλων, τόσο πιο απομονωμένος, ζηλιάρης και άχρηστος νιώθει. Επομένως το FOLO όχι μόνο μας κρατάει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας αποκομμένους από την πραγματική ζωή, αλλά μας προκαλεί και αισθήματα ανασφάλειας για το αν η ζωή μας/η δουλειά μας/η σχέση μας/το σπίτι μας είναι αντάξια εκείνων των άλλων. Η «σύγκριση» είναι η λέξη-κλειδί σε όλα τα παραπάνω, αλλά και η σύγχυση, αφού από ένα σημείο και μετά μπερδευόμαστε για το ποιος εαυτός μάς εκφράζει περισσότερο και ποια πραγματικότητα είναι πιο κοντά σε εμάς.

Log in στους νευρώνες μας
Ήδη από το 2013 ένα καινούριο ακρωνύμιο έχει προστεθεί στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης: το FOMO (fear of missing out), το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει το φόβο που αισθάνεται κάποιος να μένει εκτός. Εκτός κοινωνικής ζωής, εκτός συναναστροφών, στο περιθώριο όσων θα μπορούσαν να συμβαίνουν με την παρουσία του, αλλά τώρα συμβαίνουν δίχως αυτόν. Για παράδειγμα, κάποιος αποφασίζει να μείνει μέσα το Σάββατο για να ξεκουραστεί από την κοπιαστική εβδομάδα, αλλά στην πορεία της βραδιάς αρχίζει να το μετανιώνει και σκέφτεται πόσο ωραία περνούν οι φίλοι του έξω. Και η δική του απουσία τού προκαλεί το αίσθημα του ανικανοποίητου, κακή διάθεση, ακόμα και στρες.

Πώς συνδέεται όμως το FOMO με το FOLO και τα κοινωνικά δίκτυα; Οι πιο πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα social media τροφοδοτούν το FOMO, αφού το να τσεκάρουμε κάθε τρεις και λίγο το Timeline του Facebook για να δούμε πού βρίσκονται και τι κάνουν οι φίλοι μας είναι σαν να είμαστε στον καναπέ Σάββατο βράδυ και να τους παίρνουμε τηλέφωνο στο μπαρ για να δούμε πώς περνούν. Μάλιστα, έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν από περίπου δύο χρόνια στην επιθεώρηση Computers in Human Behavior έδειξε ότι οι άνθρωποι που έχουν FOMO ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, παθιάζονται, μεταφέρουν τα συναισθήματα της πραγματικής ζωής στο Timeline τους. Και σε αυτό το σημείο μπαίνει στο παιχνίδι το FOLO, αφού ορισμένοι από εμάς δεν τσεκάρουμε το Fb για το καλό της επαφής και της κοινωνικής δικτύωσης, αλλά για να μπούμε στη διαδικασία να αξιολογήσουμε τη ζωή των άλλων και στη συνέχεια να κάνουμε και τη σύγκριση με τη δική μας.

Για να καταλήξουμε (συνήθως) στο συμπέρασμα ότι «το γρασίδι είναι πάντα πιο πράσινο από την πλευρά του γείτονα», σύμφωνα με μια βραζιλιάνικη παροιμία. Μια νέα όμως έρευνα που διενεργήθηκε από το αμερικανικό Πανεπιστήμιο UCLA και δημοσιοποιήθηκε το περασμένο καλοκαίρι αποδεικνύει ότι οι αντιδράσεις μας όσον αφορά τα social media δεν είναι και τόσο τραβηγμένες: όταν ασχολούμαστε με μια πολύ απαιτητική (πνευματική κυρίως) εργασία, όταν κάνουμε κάτι πολύ βαρετό -πλένουμε κατσαρόλες ή διπλώνουμε φρεσκοπλυμένα σεντόνια-, ή όταν είμαστε πολύ πιεσμένοι από κάτι, όταν με λίγα λόγια χρειαζόμαστε ένα break, ε, τότε είναι που ο εγκέφαλός μας πεθαίνει για κοινωνική συναναστροφή.


«Όταν θέλουμε να κάνουμε ένα διάλειμμα από τη δουλειά, το δίκτυο του εγκεφάλου που ενεργοποιείται είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που ενεργοποιείται και όταν παρακολουθούμε το Timeline του Fb για να δούμε τι κάνουν οι φίλοι μας» αναφέρει ο Μάθιου Λίμπερμαν, καθηγητής ψυχολογίας, ψυχιατρικής και βιοσυμπεριφοριστικών επιστημών στο UCLA. Για να συμπληρώσει ότι, αν κάποιες φορές συμπεριφερόμαστε σαν stalkers, δεν είναι θέμα κακού χαρακτήρα, αλλά οφείλεται στο μεσοραχιαίο προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου μας, τη δομή εκείνη που μας βοηθάει να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από το φακό της κοινωνικότητας. Σε ενίσχυση, μάλιστα, όλων των παραπάνω μια έρευνα του 2013 συνέδεσε τη χρήση των social media με τα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη διατήρηση της κοινωνικής μας φήμης.

Το να ενημερώνουμε, λοιπόν, το status μας στο Fb ικανοποιεί πολύ τον εγκέφαλό μας, αφού έτσι εκείνος θεωρεί ότι φροντίζουμε για το γενικότερο status μας. Κάπου εκεί όμως συμβαίνει και ένα μικρό βραχυκύκλωμα, αφού η συνεχής, παθολογική ενασχόληση με το ίντερνετ είναι δυνατό να επηρεάσει κάποια εγκεφαλικά δίκτυα, όπως γίνεται όταν κάποιος παίρνει ναρκωτικά.

Μάλιστα, αν οι συγκεκριμένοι χρήστες (του διαδικτύου) περνούσαν από μαγνητικό τομογράφο, αυτός θα έδειχνε έντονη δραστηριότητα στην αμυγδαλή και το ραβδωτό στρώμα του εγκεφάλου τους, τις δύο περιοχές που συνδέονται με την παρορμητική συμπεριφορά, όπως ακριβώς παρατηρείται και στους κοκαϊνομανείς. Μην ανησυχείτε όμως. Όπως αναφέρει ο Οφίρ Τουρέλ, ψυχολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Φούλερτον, ο οποίος έχει συμμετάσχει σε αντίθετα πειράματα, τα ναρκωτικά και το Τwitter μπορεί να επιδρούν στις ίδιες εγκεφαλικές δομές, τα πρώτα όμως τις καταστρέφουν, ενώ το δεύτερο τις αφήνει να λειτουργούν απόλυτα σωστά.

Το ρετούς είναι το ήμισυ του παντός;

«Τσέκαρα εμμονικά τα likes που έπαιρναν οι φωτoγραφίες μου ακόμα και μία εβδομάδα μετά τη στιγμή που τις ανέβαζα. Ήμουν πεινασμένη για επιβεβαίωση από τα social media. Όλο αυτό με είχε καταπιεί» δήλωσε η Essrna O'neill όταν αποφάσισε να διαταράξει μια για πάντα τη σχέση της με τα κοινωνικά δίκτυα και τους θαυμαστές-followers της. Για να υπογραμμίσει αυτό που μας προβληματίζει όλους: πόσο αληθινή είναι η ζωή μας όταν περνάμε τη μισή από αυτή μπροστά σε μια οθόνη συγκρίνοντας την τέλεια μπανάνα στο Instagram ενός celebrity με τη δική μας που έχει μαυρίσει στο καλάθι με τα φρούτα, τις ιδανικές αναλογίες της Ιρίνα Σάικ με τη δική μας κυτταρίτιδα και την ευτυχία του ερωτευμένου ζευγαριού φίλων μας με την κατάδική μας μοναξιά; Και αλήθεια, τι θα συνέβαινε αν αρχίζαμε να συμπεριφερόμαστε στα social media χωρίς φίλτρα;

Κάτι τέτοιο δοκίμασε να κάνει για δέκα μέρες η δημοσιογράφος του βρετανικού ELLE Ρόμπιν Γουάιλντερ ξεκινώντας με 5.490 ακόλουθους στο Twitter, 1.193 στο Instagram και 475 φίλους στο Fb. Το αποτέλεσμα; Οι φωτογραφίες από ξεραμένες γλάστρες, τα status απογοήτευσης λόγω πυρετού και το snapshot της από την ουρά του σουπερμάρκετ την έκαναν να χάσει αρκετούς ακόλουθους, κάποιοι «αληθινοί» φίλοι της αναρωτήθηκαν αν είχε κατάθλιψη, αλλά στο τέλος της ημέρας η ίδια ένιωσε πιο ελεύθερη. Λίγο πιο ευάλωτη, λίγο πιο εκτεθειμένη, αλλά πιο ελεύθερη.

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του FOMO είναι ότι υπονομεύει το χρόνο μας. Αντί να κάνουν κάτι, οι άνθρωποι περνούν τον καιρό τους με το να στενοχωριούνται γι' αυτά που δεν κάνουν. Τρομοκρατούνται τόσο πολύ με όσα χάνουν, ώσπου στο τέλος χάνουν τα πάντα» σημειώνει ο Μάικλ Χέπελ, συγγραφέας του βιβλίου How to be Brilliant (Πώς να γίνεις πανέξυπνος, εκδ. Pearson Life). 


Ας είμαστε, λοιπόν, ο εαυτός μας, ένας συνδυασμός του «πραγματικού» και του «ιδεατού», αυτού που είμαστε και αυτού που αντέχουμε να γίνουμε, όπως συμβαίνει και στη ζωή εκτός οθόνης. Κι αν κάποιες φορές νιώθουμε χάλια, ας το δείξουμε και online. Μαζί με τη μαυρισμένη μπανάνα. Σίγουρα μια τέτοια έχει και η Ιρίνα Σάικ σε κάποιον πάγκο της κουζίνας της.



Πηγή: http://www.elle.gr/article.asp?catid=24789&subid=2&pubid=130289923&imgid=106822821
















Δημοφιλείς αναρτήσεις